- ηπατομεγαλία
- ηιατρ. παθολογική αύξηση τών διαστάσεων τού ήπατος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatomegaly ή hepatomegalia < hepato- (πρβλ. ηπατο- < ήπαρ, -ατος) + -megaly ή -megalia (πρβλ. μέγας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιμοχρωμάτωση — Σπάνια παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός είναι υπερφορτωμένος με σίδηρο. Η υπερφόρτωση οφείλεται σε: α) μεγάλη αύξηση του ποσοστού του σιδήρου που προσλαμβάνεται από το πεπτικό σύστημα (πρωτοπαθής ή ιδιοπαθής α.), β) εναπόθεση του… … Dictionary of Greek